- νωταῖος
- νωτ-αῖος, α, ον, poet.A = νωτιαῖος, Nic.Th.317.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νωταίος — νωταῑος, αία, ον (Α) βλ. νωτιαίος … Dictionary of Greek
νωταία — νωταίᾱ , νωταῖος fem nom/voc/acc dual νωταίᾱ , νωταῖος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωτιαίος — α, ο (ΑΜ νωτιαῑος, αία, ον, Α ποιητ. τ. νωταῑος, αία, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στα νώτα, δηλαδή στη σπονδυλική στήλη ανθρώπων και ζώων («νωτιαίος μυελός» το τμήμα τού κεντρικού νευρικού συστήματος που περιέχεται στον… … Dictionary of Greek